- απείπον
- ἀπεῑπον (Α)1. μιλώ ελεύθερα, αποκαλύπτω2. αρνούμαι3. απαγορεύω4. απορρίπτω, δεν αναγνωρίζω, αποκηρύσσω, παρατώ5. (αμτβ.) αποκάμνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι6. ενδίδω, υποχωρώ7. έχω έλλειψη, είμαι ελλιπής8. αποτυγχάνω, υπολείπομαι9. (το ουδ. πρκμ. ως ουσ.) τό ἀπειρημένοναπαγορευμένο πράγμα10. φρ. α) «ἀπεῑπον τὴν στρατηγίαν», παραιτούμαι από τη στρατηγίαβ) «ἀπεῑπον γυναῑκα» — διαζεύγνυμι, χωρίζω τη γυναίκα μουγ) «ἀπεῑπον ὄψιν», αποτρέπω, αποστρέφω το πρόσωπο μου«ἀπεῑπον γνώμας», αναιρώ τη γνώμη μου, ανακαλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αόρ. Ο ενεστ. και πρκμ. αντικαθίστανται από το απαυδώ και το απόφημι και στην αττική πεζογραφία από το απαγορεύω].
Dictionary of Greek. 2013.